- συμπεριφέρεσθαι
- συμπεριφέρωcarry round along withpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обѣщевати — ОБѢЩЕВА|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Давать обещание, брать на себя обязательство в чемл.: аще что обѣщеваѥши г(с)ви. принеси скоро и не ѹмедли Пр 1383, 54б; льстѧше сего [царя] мнихъ. и ѡбѣщеваше сего [умершего сына] показати жива ПНЧ XIV, 126в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να … Dictionary of Greek